Εορτολογικά: Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Μαρία Καράμπελια, Δρ. Θεολογίας ΕΔΙΠ ΑΕΑΘ
(Πηγή:https://www.pemptousia.gr/2021/04/i-kiriaki-tis-stavroproskiniseos-2/)
Την περίοδο της Μεγάλης
Σαρακοστής, η Εκκλησία, με το δικό της πολιτισμό, ύφος και ήθος,
συμβάλλει στην πνευματική τροφοδοσία των χριστιανών, που την περίοδο
αυτή έχουν επιλέξει τη «στενή και τεθλιμμένη» οδό της άσκησης. Η αποδοχή
της τεθλιμμένης οδού ισοδυναμεί με τη μίμηση του θείου πάθους. Εάν ο
Θεός έζησε έτσι πάνω στη γη, πρέπει και ο άνθρωπος να γίνει μιμητής του.
Ο Χριστός από αυτό τον κόσμο μας καλεί να συμμετάσχουμε ως
συγκληρονόμοι Του. Η απόφαση βέβαια εναπόκειται σε μας. Η πρόσκληση που
απευθύνει στους ανθρώπους μας φέρνει αντιμέτωπους με την πιο κρίσιμη
πρόκληση: να τολμήσουμε να γίνουμε άγιοι με τη δύναμη του Θεού. Ο δρόμος
αυτός είναι επίπονος, γιατί συμπίπτει με τη μετάβαση από την κακία στην
αρετή. Ωστόσο, η αγωνιστική διάθεση αναγνωρίζεται ως η κατεξοχήν
χριστιανική ιδιότητα, καθώς τονίζεται ότι «ὡς ἀδύνατόν ἐστιν ἀθλητήν στεφανωθῆναι μή παλαίσαντα, οὕτως οὐκ ἔστι γενέσθαι Χριστιανόν ἄνευ αγώνων«[1].
Η τοποθέτηση της «Σταυροπροσκύνησης» στη μέση της Σαρακοστής δεν είναι τυχαία. Το Συναξάρι αυτής της Κυριακής το εξηγεί καθαρά: «Επειδή στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο και εμείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι' αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός.... Για να μας θυμίσει τα πάθη του Κυρίου Ιησού Χριστού και να μας παρηγορεί... ο ζωηφόρος Σταυρός φυτεύτηκε στο μέσον του δρόμου από τους άγιους Πατέρες για να μας δώσει άνεση και αναψυχή, για να μας ενθαρρύνει στην υπόλοιπη προσπάθειά μας... έως ότου φτάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του...»[2]. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Χριστό αν δεν ατενίσουμε τον Σταυρό που εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του σταυρός και όχι ο δικός μας είναι εκείνος που μας σώζει. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής ακούγεται «ὃστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι».[3] Συνεπώς, ξεκαθαρίζεται από την αρχή ότι, όποιος θέλει να ακολουθήσει την σταυρική πορεία κατά μίμηση του θείου προτύπου, πρώτα από όλα πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του.
Ποιος είναι όμως ο σταυρός του Χριστού; Όπως εξηγεί ο Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Αὐτοί οἱ ὀνειδισμοί τῶν ἀνθρώπων καί αἱ κατηγορίαι ὅπου λαμβάνεις διά τήν ἀλήθειαν καί διά τήν ἀρετήν, εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Ἰησοῦ, τόν ὁποίο πρέπει να βαστάζῃς καί ἐσύ δημοσίως ἐμπρός εἰς ὅλον τόν κόσμον, χωρίς καμμίαν ἀντίρρησιν καί ἐντροπήν, καθώς καί αὐτός τόν ἐβάστασε, καταφρονῶντας κάθε αἰσχύνη καί ὄνειδος τῶν ἀνθρώπων... Αὐτοί οἱ ὀνειδισμοί καί αἱ κατηγορίαι τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ δόξα καί τό καύχημά σου ἀδελφέ. Μέ τάς τοιαύτας κατηγορίας γίνεσαι καί ἐσύ συγκοινωνός τῶν παθημάτων καί τῆς καταισχύνης τοῦ Ἰησοῦ. Εἰδέ γίνεσαι συγκοινωνός εἰς τά πάθη καί ἀτιμίας του, φανερόν, ὅτι θέλεις γίνει κατά καιρόν καί συγκοινωνός τῆς χαρᾶς καί δόξης του «εἲπερ συμπάσχομεν καί συνδοξασθῶμεν (Ρωμ. 8, 17)»[4]. Ο σταυρός αφορά κάθε θλίψη, διωγμό και απόρριψη που βιώνουν οι άνθρωποι για χάρη του Χριστού, όταν ομολογούν την πίστη στο πρόσωπό Του. Η πραγματικότητα αυτή φαίνεται ξεκάθαρα στους Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γάρ ἐδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό ὑμῶν».[5]
Το τι σημαίνει να ακολουθείς τον Χριστό μας το ξεκαθαρίζει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος σημειώνει τα εξής: «Μου φαίνεται όμως ότι ο Θεός σε μας τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σα να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στην αρένα. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, γι' αγγέλους και γι' ανθρώπους... Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ως αυτή την ώρα θεωρούμαστε αποβράσματα της κοινωνίας»[6]. Σε κάποιο άλλο απόσπασμα, παρουσιάζοντας τη ζωή του, ομολογεί τι σημαίνει να είναι κάποιος μαθητής του Κυρίου: «Είναι υπηρέτες του Χριστού; Θα μιλήσω σαν τρελός, είμαι και εγώ και με το παραπάνω... Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μια φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος... Κόπιασα και μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιασα και δεν είχα ρούχα να φορέσω...»[7].
Ο σταυρός του Χριστού γίνεται το κέντρο του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει δεν κηρύττει το ευαγγέλιο του Χριστού «ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ», ο οποίος είναι για τους χριστιανούς «δύναμις Θεοῦ»[8]. Ο σταυρός του Χριστού αποκαλύπτει τη σοφία του Θεού[9], αλλά πολύ περισσότερο την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο[10], και γι' αυτό γίνεται το καύχημα όχι μόνο του Παύλου[11] αλλά και δυνάμει όλων των ανθρώπων[12]. Έτσι με τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου υπεισέρχεται στην πίστη των χριστιανών ο μυστηριακός χαρακτήρας του σταυρού. Η φράση του αποστόλου «Χριστῷ συνεσταύρωμαι»[13] σημαίνει ότι στον σταυρό του Χριστού αναγνωρίζει το σημείο επαφής και τον τόπο συνάντησης του Θεού με τον αμαρτωλό άνθρωπο. Διαμέσου του σταυρού και της ανάστασης ο Ιησούς γίνεται νικητής του θανάτου και θριαμβευτής της αμαρτίας[14], εξαγοράζοντας τον άνθρωπο με το τίμημα του αίματός του από τη δουλεία της[15].
Ο σταυρός θεωρείται το εργαλείο με το οποίο επιτελείται τελικά η μεταμόσχευση του πνευματικού παραδείσου στην καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός αναγνωρίζεται ως ο επουράνιος βασιλιάς και αληθινός γεωργός, ο οποίος σύμφωνα με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο «ἐλθών πρός τήν ἐρημωθεῖσαν ὑπό τῆς κακίας ἀνθρωπότητα, ἐνδυσάμενος τό σῶμα καί ὡς ἐργαλεῖον τόν σταυρόν βαστάσας, εἰργάσατο τήν ἔρημον ψυχήν... καί οὕτως ἐργασάμενος αὐτήν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ, ἐφύτευσεν ἐν αὐτῇ τόν παγκάλλιστον παράδεισον τοῦ Πνεύματος...»[16]. Για τους χριστιανούς είναι αυτονόητο ότι χωρίς σταυρό δεν υπάρχει σωτηρία. Η αναγκαιότητα της άσκησης θεωρείται δεδομένη αλλά και ζητούμενη. Όπως στη ζωή της φύσης έτσι και στην πνευματική ζωή υπάρχει μια νομοτέλεια σύμφωνα με την οποία η ευδαιμονία κερδίζεται μέσα από τις θλίψεις. Διαφορετικός δρόμος δεν υπάρχει: «κανένας δέν ἠδυνήθη νά ἀπολαύσῃ τόσην εὐδαιμονίαν μέ ἂλλον πάρεξ μέ μία μεγάλην θλίψιν... καί σύ θέλεις νά γίνῃ διά τοῦ λόγου σου μία καινούργια πόρτα εἰς τόν Παράδεισον διά νά περάσῃς ἀκόπως νά χαίρεσαι μέ τήν ψυχήν καί τό κορμί ὃλας τάς τρυφάς τοῦ οὐρανοῦ, ἀφ' οὗ ἐθεράπευσες τάς αἰσθήσεις σου μέ ὃλας τάς τρυφάς τῆς γῆς; Ἀνόητος ὃπου εἶσαι»[17].
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος απαριθμεί τα κατορθώματα του σταυρού: «σταυρός τό κατά τῶν δαιμόνων τρόπαιον, ἡ κατά τῆς ἀμαρτίας μάχαιρα, τό ξίφος, ᾧ τόν ὄφιν ἐκέντησεν ὁ Χριστός· σταυρός τό τοῦ Πατρός θέλημα, ἡ τοῦ Μονογενοῦς δόξα, τό τοῦ Πνεύματος ἀγαλλίαμα, ὁ τῶν ἀγγέλων κόσμος, τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀσφάλεια, τό καύχημα Παύλου, τό τῶν ἁγίων τεῖχος, τό φῶς τῆς οἰκουμένης ἁπάσης. Καθάπερ γάρ σκότῳ κατεχομένου οἴκου λαμπάδα τις ἀνάψας καί ὀρθήν ἀναστήσαν ἀπελαύνει τό σκότος· οὕτω τῆς οἰκουμένης ὑπό ζόφου κατεχομένης, καθάπερ λαμπάδα τινά τόν σταυρόν ἀνάψας καί ὀρθόν ἀναστήσας ὁ Χριστός, τῆς γῆς ἅπαντα τόν ζόφον ἔλυσεν»[18]. Γι' αυτό και το σημείο του σταυρού θεωρείται η καταλληλότερη σφραγίδα των χριστιανών. Η αρχαιότερη αναφορά στο σημείο του σταυρού ανάγεται στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, όπου το σημείο του σταυρού χαρακτηρίζεται ως «Κυριακό σημείο»[19]. Το «Κυριακό σημείο» συνδέεται άμεσα με τη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας. Με το βάπτισμα ο νεογέννητος χριστιανός από δούλος της αμαρτίας γίνεται δούλος του Κυρίου. Ο Ιησούς είναι ο Κύριος, ο οποίος έγινε «δούλος»: «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών... ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε ... ἵνα... πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός»[20]. Έτσι, η χριστιανική έννοια «δούλος» έχει πνευματικό περιεχόμενο, που φανερώνει την απεριόριστη και θεληματική υποταγή της ανθρώπινης θέλησης στο θέλημα του Θεού. Συνεπώς με το «Κυριακό σημείο» δεν δηλώνεται η στέρηση της ανθρώπινης ελευθερίας αλλά η εν Χριστώ ανάκτησή της.
Στις Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων επιβεβαιώνεται ότι το σφράγισμα των χριστιανών γινόταν με το σημείο του σταυρού: «ἐπί μετώπου μετά παρρησίας δακτύλοις ἡ σφραγίς καί ἐπί πάντων ὁ σταυρός γινέσθω»[21]. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων και σε κάποιο άλλο σημείο της διδασκαλίας του παρουσιάζει τον Χριστό να λέει: «Ἐκ τοῦ ἐμοῦ γάρ ἀγῶνος τοῦ ἐν τῷ σταυρῷ σφραγῖδα βασιλικήν ἕκαστον δίδωμι τῶν ἐμῶν στρατιωτῶν ἔχειν ἐπί μετώπου»[22]. Το σημείο του σταυρού γίνεται για τους πιστούς αντικείμενο χαράς και αγαλλιάσεως και γι' αυτό αναγνωρίζεται ως σημείο χαιρετισμού. Ο χριστιανός όταν θέλει να χαιρετίσει τα θεία, σχηματίζει επάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού· όπως οι στρατιωτικοί έχουν το δικό τους χαιρετισμό, έτσι και οι στρατιώτες του Χριστού έχουν ως χαιρετισμό το σημείο του σταυρού[23].
Ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ο πρώτος που αποκαλεί τον σταυρό όπλο: «... καί πάλιν αὐτῷ τό ἴσον ὄπλον ἡ σφραγίς, καί τό τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, καί ἡ διά τῶν εὐχῶν τοῦ διδασκάλου βοήθεια, τά φοβερά τῶν φαινομένων καί γινομένων διέχεε»[24]. Συνεπώς, ο σταυρός αναγνωρίζεται και ως το αποτελεσματικότερο όπλο κατά των δαιμόνων. Γι' αυτό και κατά τους ιερούς υμνωδούς ο σταυρός είναι «ἀήττητον τρόπαιον τῆς εὐσεβείας», «ὁ ἀπροσμάχητος θυρεός», το «φυλακτήριον τῶν πιστῶν», η «θύρα τοῦ παραδείσου», το «περιτείχισμα τῆς Ἐκκλησίας», ο «στηριγμός τῶν πιστῶν», το «ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου», «τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», της «Ἐκκλησίας τό μυστήριον», «τό οὐρανοῦ ἰσοστάσιον», η «ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας», ο «φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης»[25].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στα συγγράμματά τους μας διέσωσαν πάρα πολλά περιστατικά αποκρούσεως του διαβόλου δια του σταυρού. Ο Μ. Αθανάσιος στο έργο του Βίος και πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τονίζει «ἡμεῖς δέ, ὀνομάζοντες τόν ἐσταυρωμένον Χριστόν, πάντας διώκομεν δαίμονας, οὕς ὑμεῖς φοβεῖσθαι ὡς θεούς. Καί ἔνθα τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ γίνεται, ἀσθενεῖ μέν μαγεία, οὐκ ἐνεργεῖ δέ φαρμακεῖα»[26]. Γι' αυτό και ο Μ. Αντώνιος θεράπευε δαιμονισμένους σφραγίζοντάς τους με το σημείο του σταυρού: «ἐπεκαλέσατο τόν Χριστόν, ἐσφράγισέ τε τούς πάσχοντας τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ δεύτερον και τρίτον»[27]. Μάλιστα σε όσους ένιωθαν θαυμασμό γι' αυτά που έβλεπαν να συμβαίνουν, τους ξεκαθάριζε ότι τα θαύματα τα ενεργεί ο ίδιος ο Χριστός μέσω της πίστης και της επίκλησης του ονόματός Του από την πλευρά των χριστιανών[28]. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνος στο Πανάριον διασώζει ένα περιστατικό κατά το οποίο οι χριστιανοί έλυσαν τα μάγια των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα να μπορούν να κτίσουν έναν ναό για τον Κύριο στην Τιβεριάδα: «μεγάλῃ τῇ φωνῇ ὁ ἀνήρ σταυροῦ σφραγίδα ἐπιθείς τῷ ἄγγει διά τοῦ ἰδίου δακτύλου, καί ἐπικαλεσάμενος τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, εἶπεν οὕτως· Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, οὗ ἐσταύρωσαν οἱ πατέρες μου καί τούτων πάντων τῶν περιεστώτων, γένηται δύναμις ἐν τούτῳ τῷ ὕδατι εἰς ἀθέτησιν πάσης φαρμακείας και μαγείας... καί ἀνελύετο τά φάρμακα...»[29].
Στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου συμβαίνουν δύο μεγάλα γεγονότα που καθιερώνουν το σημείο του σταυρού ως όπλο προστασίας και βοήθειας των χριστιανών:
- Το όραμα που είδε ο Μ. Κωνσταντίνος με το σημείο του σταυρού στον ουρανό και τις φωτεινές λέξεις «in hoc signum vinces», δηλαδή «ἐν τούτῳ νίκᾳ» και
- Η θαυμαστή εύρεση του σταυρού του Χριστού από την αγία Ελένη. Από τότε γίνεται αντικείμενο ύψιστης τιμής και βρίσκει παντού τη θέση του: στο λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου, στον αυτοκρατορικό μανδύα, στα νομίσματα του κράτους. Οι αυτοκράτορες από τον Ιουστινιανό και μετά δεν κρατούν στο χέρι σκήπρο αλλά σταυρό[30].
Στην ιστορία του λαού Ισραήλ η δύναμη του σταυρού κατά των εχθρών φαίνεται στον πόλεμο με τους Αμαληκίτες. Όσο οι Ισραηλίτες πολεμούσαν, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Χουρ ανέβηκαν στην κορυφή του λόφου. Στην Έξοδο διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Όσο ο Μωυσής είχε υψωμένα τα χέρια του νικούσαν οι Ισραηλίτες· όταν τα κατέβαζε νικούσαν οι Αμαληκίτες. Τα χέρια όμως του Μωυσή κουράζονταν. Τότε ο Ααρών και ο Χουρ πήραν μια πέτρα, την έβαλαν εκεί που στέκονταν ο Μωυσής και αυτός κάθισε πάνω της. Ο Ααρών από τη μια πλευρά και ο Χουρ από την άλλη, στήριζαν τα χέρια του. Μ' αυτόν τον τρόπο τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ηλίου. Έτσι, ο Ιησούς κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες και τον στρατό τους»[31]. Συνεπώς, ο Ααρών και ο Χουρ στηρίζοντας τα χέρια του Μωυσή δημιούργησαν με το σώμα του το σχήμα του σταυρού, γεγονός που συνέβαλε στη νίκη των Ισραηλιτών κατά των Αμαληκιτών.
Επίσης, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν την προτύπωση της θεραπευτικής δύναμης του σταυρού στη ράβδο του Μωϋσή. Σύμφωνα με το βιβλίο των Ἀριθμῶν ένα σοβαρό πρόβλημα των Ισραηλιτών στην έρημο ήταν τα φαρμακερά φίδια. Έτσι όταν ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο για τον λαό «ο Κύριος του είπε «Φτιάξε ένα χάλκινο φίδι και βάλε το πάνω σε ένα κοντάρι. Όποιος δαγκώνεται από κάποιο φίδι, θα το κοιτάζει και δεν θα πεθαίνει». Ο Μωυσής κατασκεύασε ένα φίδι και το έβαλε πάνω σ' ένα κοντάρι. Κι όταν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός κοιτούσε το χάλκινο φίδι και δεν πέθαινε»[32].
Η απάντηση που δίνει ο Μακάριος ο Αιγύπτιος στο ακόλουθο ερώτημα είναι χαρακτηριστική: «Τί δέ ἐστιν ὁ νεκρός ὄφις ὁ προσπεπηγμένος εἰς τό ἀκρότατον τοῦ ξύλου, ἰᾶτο τούς πεπληγωμένους; ὁ νεκρός ὄφις τούς ζῶντας ἐνίκα, ὥστε τύπος ἐστί τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου«[33]. Ο ζωντανός όφις είναι ο θάνατος που κυριαρχεί και εξουσιάζει τη γενιά του Αδάμ, ενώ το νεκρό σώμα ταυτίζεται με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση Του, που διακρίνεται για την αναμαρτησία της, αναγνωρίζει το λύτρο που απελευθερώνει τον καταχρεωμένο Αδάμ και μαζί με αυτόν ολόκληρο το υπόδουλο ανθρώπινο γένος. Με την κάθοδο στον Άδη η δαιμονική κατοχή καταλύεται και ολόκληρη η ανθρωπότητα αποφυλακίζεται από τα δεσμά του Άδη, του σκότους και του θανάτου: : «Ὑπάκουσέ σοι ὁ Ἀδάμ, καί κατέσχες αὐτοῦ πάσας τάς καρδίας· ὑπάκουσέ σοι ἡ ἀνθρωπότης, τό ἐμόν σῶμα τί ποιεῖ ὧδε; Τοῦτον ἀναμάρτητόν ἐστιν· ἐκεῖνο τό σῶμα τοῦ πρώτου Ἀδάμ ἐχρεώσταί σοι, καί δικαίως αὐτοῦ κατέχεις τά χειρόγραφα· ἐμοί δέ πάντες μαρτυροῦσιν ὅτι οὐχ ἥμαρτον· οὐ χρεωστῶ σοι οὐδέν· καίὅτι Υἱός εἰμι τοῦ Θεοῦ, πάντες μοι μαρτυροῦσιν... Ἐξαγοράζω οὖν τό σῶμα τό πραθέν σοι διά τοῦ πρώτου Ἀδάμ, παραλύω σοι τά χειρόγραφα... Ἐγώ γάρ ἀπέδωκα τά χρέα τοῦ Ἀδάμ σταυρωθείς καί κατελθών ἐν τῷ ἅδῃ· καί κελεύω σοι, ἅδη καί σκότος καί θάνατε, ἔκβαλε τάς ἐγκλεισμένας ψυχάς τοῦ Ἀδάμ. Καί οὕτω λοιπόν αἱ πονηραί δυνάμεις τρομάξασαι ἀποδίδουσι τόν ἐγκλεισμένον Ἀδάμ»[34].
Η συγκλονιστική αυτή εικόνα, η οποία αναγνωρίζει στον Χριστό το πρόσωπο που επωμίζεται τις ανθρώπινες ευθύνες ξεπληρώνοντας τα χρέη του Αδάμ, αποκαλύπτει τη βαθύτητα και ρεαλιστικότητα του ορθόδοξου ανθρωπισμού. Το αναμάρτητο σώμα του Χριστού είναι το ανίκητο σωτήριο όπλο του Χριστού που νικά τον σατανά, εξηγώντας με ποιο τρόπο το «νεκρόν σῶμα τόν ζῶντα ὄφιν νικᾷ«. Τα χρέη του Αδάμ καταργήθηκαν, ο άνθρωπος απελευθερώθηκε από τη δουλεία σε οποιαδήποτε μορφή κακού, και μπορεί πλέον να ζήσει ελεύθερα. Έτσι, ο σταυρός γίνεται το κέντρο της θείας απολύτρωσης , ο θρόνος και ο βωμός της αλήθειας, η έδρα της δικαιοσύνης, η πηγή της αγάπης και ο θρίαμβος της νίκης. Η δύναμη του σταυρού είναι η δύναμη της «καταλλαγῆς Θεοῦ καί ἀνθρώπων»[35], αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους «καί ἀποκαταλλάξῃ τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ»[36].
Συνεπώς, η νέκρωση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού σημαίνει την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου[37]. Ο θάνατος, ως εχθρός του παλαιού Αδάμ, νικιέται από τον νέο Αδάμ. Πάνω στον σταυρό ο Χριστός με τον θάνατό του νίκησε την αμαρτία και την υποταγή στο κράτος του διαβόλου[38]. Ο θάνατος του Χριστού είναι ο ίδιος μια νίκη, γιατί καταργεί τη θνητότητα του ανθρώπου. Ο Κύριος της ζωής κατέβηκε πραγματικά στη σκοτεινή άβυσσο του θανάτου και έτσι ο θάνατος καταλύθηκε από τις αστραπές της δόξης Του. Αυτό είναι, εξάλλου, και το κεντρικό μοτίβο της θείας λειτουργίας της ημέρας του Πάσχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «θανάτῳ θάνατον πατήσας«[39]. Ο απλός αλλά και τόσο περιεκτικός ύμνος της ανάστασης παρουσιάζει με απαράμιλλο τρόπο το βαθύτατο θεολογικό νόημα της ανάστασης του Χριστού. Ο θάνατος καταργείται με τον ίδιο το θάνατο και ο διάβολος νικιέται με το ίδιο του το όπλο.[40]
Γι' αυτό και ο χριστιανός δεν πρέπει να φοβάται, αλλά να έχει θάρρος, γιατί ο Χριστός νίκησε τον κόσμο. Αναγνωρίζοντας ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ότι «ἡ μικροψυχία μήτηρ ἐστί κολάσεως», αναρωτιέται «Και διατί μικροψυχεῖς ἀδελφέ; Τί φοβάσαι; Εἰπέ μοι, τί δειλιᾷς τάς θλίψεις τοῦ κόσμου; ἀνδρίζου καί ἒχε θάρρος εἰς τόν Κύριον, ὃτι αὐτός εἶναι ὃπου θέλει σέ δυναμώσει να τάς νικήσῃς «ἐν τῷ κόσμῳ θλίψεις ἓξετε, ἀλλά θαρσεῖται ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον (Ἰω. 16, 33)»[41]. Στο σχολείο του σταυρού ο Κύριος μας παρέδωσε μαθήματα μεγάλα και θαυμαστά. Έτσι «ὃταν σέ ἐνοχλήσει κανένα πάθος, τρέχε εἰς τον σταυρόν, ὃταν σέ δαγκάσουν τά νοητά φίδια οἱ δαίμονες τρέχε εἰς τόν σταυρόν»[42]. Το πάθος του Κυρίου αποβλέπει στη σωτηρία του ανθρώπου και γι' αυτό ο Χριστός «θέλει μένει πάντοτε εἰς τήν καρδίαν σου καρφωμένος, ὡσάν ἓνα καρφί, οὗτος ὁ λυπηρός λογισμός «ὁ Χριστός νά πάθῃ τόσα γιά νά μέ σώσῃ, καί ἐγώ νά κολασθῶ;» ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ!»[43]. Στην ανθρώπινη επιλογή εναπόκειται η αξιοποίηση αυτής της διδαχής.
Ο Ευάγριος Ποντικός επιβεβαιώνοντας την άμεση σχέση μεταξύ σταυρού και σωτηρίας, όσον αφορά τη δύναμή του, παρατηρεί ότι «ἡ μέν γάρ ὕλη ξύλου, ἡ δέ ἰσχύς σιδήρου«[44]. Η δύναμη του σταυρού φαίνεται στον βίο και το μαρτύριο του αγίου Αρδαλίονα. Ο Αδραλίων ήταν μίμος, εργαζόταν στα θέατρα και έπαιζε κωμωδίες και δράματα. Μια μέρα λοιπόν του ήλθε η ιδέα, να μιμηθεί την αντίσταση των χριστιανών μπροστά στους τυράννους. Κρεμάστηκε γυμνός πάνω στον σταυρό και όταν είπε με το στόμα ότι αγαπά τον Χριστό, τον αγάπησε και με την καρδιά. Η παράσταση ήταν - σα δράμα- τόσο καταπληκτική, ώστε ο λαός άρχισε να χειροκροτεί θερμά. Τότε ο Αρδαλίων φώναξε δυνατά και είπε στον λαό να σωπάσει, διότι και αυτός ήταν στ' αλήθεια χριστιανός. Όταν το άκουσε αυτό ο άρχοντας, του είπε ν' αλλάξει γνώμη. Αλλά επειδή ο Αρδαλίων επέμενε στην ομολογία του Χριστού, τον έριξαν μέσα στη φωτιά και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Αυτό συνέβη στα χρόνια του Διοκλητιανού (298). Η μνήμη του τιμάται στις 14 Απριλίου[45].
Η απόφαση να ακολουθήσουμε τον Χριστό είναι η πιο σημαντική απόφαση της ζωής μας και σημαίνει την ανανέωση των υποσχέσεων που έδωσε ο κάθε χριστιανός κατά τη βαπτισματική πράξη[46]. Η ανταπόκριση του ανθρώπου στην πρόσκληση για μίμηση του θείου προτύπου συνίσταται στην αυτεξούσια αυτοδιάθεσή του, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. «Εἰ ὁ Θεός οὕτως διώδευσεν ἐπί τῆς γῆς, ὀφείλεις καί σύ μιμητής αὐτοῦ γενέσθαι· καί οἱ ἀπόστολοι καί οἱ προφῆται οὕτως διώδευσαν· καί ἡμεῖς, εἰ θέλομεν τῷ θεμελίῳ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων ἐποικοδομηθῆναι, ὀφείλομεν μιμηταί αὐτῶν γενέσθαι. Λέγει γάρ ὁ Ἀπόστολος ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Μιμηταί μου γίνεσθαι, καθώς κἀγώ Χριστοῦ«[47]. Η αυταπάρνηση θεωρείται η κατεξοχήν προϋπόθεση της συσταύρωσης με τον Χριστό: «Διά τοῦτο πᾶς διαλογισμός ἡμῶν καί νόημα, καί πᾶς λόγος, καί πᾶσα πρᾶξις γινέσθω τῆς ἡμῶν περί ἑαυτῶν μέν ἀρνήσεως, περί δέ Χριστοῦ, καί ἐν Χριστῷ μαρτυρίας· πείθομαι γάρ πᾶσαν τήν τοῦ τελείου πρᾶξιν μαρτύριον εἶναι Χριστοῦ Ἰησοῦ, καί τήν πάσης ἁμαρτίαν ἀποχήν ἄρνησιν εἶναι ἑαυτοῦ, φέρουσα ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δέ τοιοῦτος Χριστῷ συνεσταύρωται, καί ἄρας τόν σταυρόν ἑαυτοῦ ἀκολουθεῖ τῷ δι' ἡμᾶς βαστάζοντι τόν ἑαυτοῦ σταυρόν...»[48]. Πρόκειται για μία πορεία που συνδέεται άμεσα όχι μόνο με τη μαρτυρία του Χριστού αλλά και με το μαρτύριο. Όσοι επιθυμούν να γίνουν μέτοχοι της αληθινής φιλοσοφίας, αφού αρνηθούν τόσο τον κόσμο όσο και τον εαυτό τους, τους δίνεται η επιλογή να αγωνιστούν για την αγάπη του Θεού με μοναδικό εφόδιο τον σταυρό του Χριστού μιμούμενοι την πορεία της ζωής Του[49]. Μ' αυτό τον τρόπο ο σταυρός αποκτά ένα βαθύ ασκητικό συμβολισμό και γίνεται όχι μόνο μέσο για την ανύψωση του ανθρώπου και την αποκατάσταση των σχέσεών του με τον Θεό, αλλά και το ουσιαστικότερο στοιχείο της μίμησης του Κυρίου[50].
Ο πιο αυθεντικός τρόπος μίμησης του πάθους του Κυρίου στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες θεωρήθηκε το μαρτύριο. Αυτή είναι και η αντιγραφική μίμηση του Χριστού. Στα μεταγενέστερα χρόνια η ασκητική γραμματεία θα συνδέσει τον ασκητικό βίο με το Πάθος και έτσι, η ζωή του μοναχού θα αποκτήσει τη σταυρική της διάσταση και θα αποτελέσει αυθεντικό τρόπο μίμησης του Πάθους του Κυρίου. Δηλαδή, μετά το τέλος των διωγμών, η μίμηση του θείου πάθους επιδιώκεται μεταφορικά ή αναγωγικά ιδιαίτερα από τους μοναχούς[51].
Στον ασκητικό βίο, οι μοναχοί αποδεχόμενοι τη σωτήρια κλήση, απομακρύνονται από τα πάθη και ακολουθούν τον Χριστό. Τον ακολουθούν στην ατίμωση και στην οδύνη του σταυρού, σταυρώνοντας τη σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Συνοδεύουν στον τάφο τον Κύριο θάβοντας τις γήινες επιδιώξεις του παλαιού ανθρώπου και νεκρώνοντας το προσωπικό τους θέλημα με την πράξη της υπακοής. Ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί για τον Μ. Αντώνιο ότι, όταν σταμάτησε ο διωγμός και δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τον πόθο του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, έφυγε και πάλι στην έρημο: «Καὶ ἦν ἐκεῖ καθ' ἡμέραν μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει καί ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις«[52]. Συνεπώς, η βαρύτητα δίνεται στην πρόθεση, στη διάθεση για ομολογία πίστης και για ορθόδοξη βίωση της πίστης αυτής[53]. Μάρτυρας είναι αυτός που ακολουθεί πιστά τις ευαγγελικές επιταγές, γιατί, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, «μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις«[54]. Η νοερή αυτή ομολογία συνδέθηκε άρρηκτα με το «μαρτύριο τῆς συνείδησης» και ταυτίστηκε με τη μοναχική ζωή[55].
Όσοι επιλέγουν τον ασκητικό βίο μετέχουν στην Ανάσταση, ανασταίνοντας μέσα τους την εκπεσμένη θεία εικόνα και μέσω της πνευματικής τελείωσης ενδύονται τη δόξα του αρχέγονου κάλλους. Έτσι οι μοναχοί ενδύονται το αγγελικό ένδυμα. Το μοναχικό σχήμα αποτελείται από το κολόβιο, τη δερμάτινη ζώνη, το πολυσταύρι και το κουκούλι. Αυτά είναι σύμβολα, που φανερώνουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Το κολόβιο δεν έχει μανίκια γιατί οι μοναχοί δεν έχουν χέρια για να κάνουν κάποια πράξη που υπαγορεύει ο «παλαιός άνθρωπος». Γι' αυτό και ο Μ. Βασίλειος αναγνωρίζει πως «καθάπερ οἱ ἐπί τό λουτρόν εἰσιόντες γυμνοῦνται παντός περιβλήματος, οὓτω καί τούς τῇ ἀσκητικῇ προσερχομένους ζωῇ, πάσης ὕλης βιωτικῆς γυμνωθέντες, ἐντός τοῦ κατά φιλοσοφίας γενέσθαι βίου«[56]. Η φιλοσοφία αυτή συνδέεται αρνητικά με την αποταγή του κόσμου και θετικά με τη σύνταξη με τον Χριστό. Η δερμάτινη ζώνη στη μέση συμβολίζει πρώτα ότι είναι έτοιμοι να διακονούν[57]. Και ακόμη, όπως ακριβώς η ζώνη γίνεται από νεκρωμένο δέρμα, έτσι και οι μοναχοί οφείλουν να νεκρώσουν τη φιληδονία[58]. Το κουκούλι είναι σύμβολο της ταπεινώσεως, που φανερώνει την ακακία και την εν Χριστώ νηπιότητα[59]. Το κουκούλι είναι ακόμα σύμβολο της χάριτος του Θεού, γιατί όπως ακριβώς το κουκούλι σκεπάζει και προστατεύει το κεφάλι του παιδιού, έτσι και η Χάρη του Θεού σκεπάζει τον νου των μοναχών. Το πολυσταύρι (ανάλαβος) φοριέται σταυρωτά πάνω στους ώμους. Αυτό σημαίνει ότι βαστάζουν το σύμβολο του σταυρού στους ώμους τους[60]. Ο σταυρός σημαίνει την τέλεια νέκρωση, που κατορθώνεται με την πίστη στον Χριστό. Και για κάθε πράγμα που αρνήθηκε κανείς, πρέπει ν' αρνηθεί και την επιθυμία του. Και αυτή είναι η τέλεια αποταγή.
Αυτό είναι το μοναχικό ή αγγελικό σχήμα. Όποιος γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός, φοράει το σχήμα, που είναι το σύμβολο του δεύτερου βαπτίσματός του. Έχει κεντημένο πάνω του, με κόκκινη κλωστή, το Σταυρό, πάνω στο Γολγοθά (που παριστάνεται σαν βάθρο), τη λόγχη και το σπόγγο, σύμβολα του Πάθους του Κυρίου μας. Τι συμβολίζουν όμως τα κεντημένα γράμματα πάνω στο μοναχικό σχήμα;
ΦΧ ΦΠ Φῶς Χριστοῦ Φαίνει Πᾶσι.
Το φως της χάρης του Χριστού φωτίζει τα πάντα.
Φωτίζει εμάς, τα πλάσματα Του κι όλη την πλάση.
ΘΘ ΘΘ Θεοῦ Θέα Θεῖον Θαῦμα
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα, λαμπρότερη ομορφιά, πιο ανείπωτη χαρά, απ' το ν' απολαμβάνεις τη θέα του θεϊκού προσώπου του Χριστού.
ΤΣ ΔΦ Τοῦτο τό Σχῆμα Δαίμονες Φρίττουσι.
Αυτό το αγγελικό σχήμα το τρέμουν οι δαίμονες.
XX XX Χριστός Χριστιανοῖς Χαρίζεται Χάριν
Στους Χριστιανούς ο Χριστός χαρίζει τη χάρη Του.
ΤΚ ΠΓ Τόπος Κρανίου Παράδεισος Γέγονεν.
Ο Γολγοθάς έγινε Παράδεισος, γιατί πάνω στο σταυρό του Χριστού ο θάνατος, πέθανε, η αμαρτία νικήθηκε, κι όλοι, ουρανός και γη, πανηγυρίζουν.
ΡΡ ΔΡ Ρητορικοτέρα Ρημάτων, Δακρύων Ροή.
Κι απ' τα πιο περίτεχνα λόγια, αξίζουν περισσότερο τα δάκρυα της μετάνοιας, που δείχνουν αληθινή αγάπη για τον Θεό.
ΕΕ ΕΕ Ἑωσφόρος Ἒπεσεν, Εὕρωμεν Ἐδέμ.
Απ' τον εγωισμό του ο Εωσφόρος, ο λαμπρός άγγελος, έπεσε απ' τον Παράδεισο. Εμείς, όμως, ας μην του μοιάσουμε. Ελάτε να βρούμε την Εδέμ, δηλαδή τον Παράδεισο.
Υπάρχει κι ακόμα μια εξήγηση γι' αυτά τα σύμβολα :
Ἑλένης Εὓρεσις, Ἑβραίων Ἒλεγχος
Η αγία Ελένη βρήκε τον σταυρό. Κι αυτός ο σταυρός ελέγχει τους Εβραίους.
Φυσικά ο πνευματικός αγώνας δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τους μοναχούς αλλά όλους τους χριστιανούς. Απλώς στο μοναχικό ή αγγελικό σχήμα φαίνεται ξεκάθαρα αυτό που ισχύει κατ' αναλογία για κάθε πιστό. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη βάπτισή μας φέρουμε ως προίκα και δώρο τον σταυρό του Χριστού. Είναι μια εγγύηση, προστασία και υπόσχεση ότι τα πάντα κατορθώνονται με τη δύναμη του σταυρού, που για μας τους χριστιανούς από σύμβολο κατάρας έγινε σύμβολο σωτηρίας, όπλο κατά των δαιμόνων και νίκης κατά του θανάτου. Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος επιμένει ότι «Ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἓλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις καί Ἓλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν»[61].
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Παραινέσεις πρός Μοναχούς, PG 79, 1236 B.
[2] Βλ. Αλέξανδρου Σμέμαν πρωτοπρεσβύτερου, Μεγάλη Σαρακοστή, Πορεία προς το Πάσχα, (Μτφ. Ελένης Γκανούρη), Αθήνα 2002², σ. 90.
[3] Μκ 8,34.
[4] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Ἑνός Θεοῦ, διαμοιρασμένα εἰς μελέτας, ἐξετάσεις καί ἀναγνώσεις, Μελέτη ΛΑ΄, Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου⁸, σ. 247.
[5] Μτ. 5, 10-12.
[6] Α΄ Κορ. 4, 9-13.
[7] Β΄ Κορ. 11, 23-29.
[8] Α΄ Κορ. 1,17.
[9] Α΄ Κορ. 1,24.
[10] Ρωμ. 4,8.
[11] Γαλ. 6,14.
[12] Ρωμ. 5,11.
[13] Γαλ. 2,19.
[14] Κολ. 2,15.
[15] Γαλ. 3,13.
[16] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΗ', PG 34, 712 CD.
[17] Νικοδήμου Αγιορείτου, Μελέτη ΛΒ΄, ό.π., σ. 284.
[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸ ὂνομα τοῦ κοιμητηρίου καί εἰς τόν σταυρόν τοῦ Κυρίου, PG 49, 396-397.
[19] Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Στρωματέων Λόγος I,VI, PG, 9, 305A.
[20] Φιλ. 2, 8-11.
[21] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις ΙΔ΄, PG 33, 816B.
[22] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις ΙΓ΄, PG 33, 736Α.
[23] Βλ. Μ. Σιώτη, «Ὁ σταυρός ὡς σφραγίς τῶν χριστιανῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμάς (1950) τεῦχος 33 , σ. 275.
[24] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ θαυματουργοῦ, PG 46, 952C.
[25] Βλ. Ι. Καραβιδοπούλου, «Το μήνυμα του σταυρού» Γρηγόριος ὁ Παλαμάς (1978) τεῦχος 61 , σ. 51.
[26] Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος και πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 952C.
[27] Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος και πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 953C.
[28] Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος και πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 956Α.
[29] Ἐπιφανίου Σαλαμίνος, Πανάριον, PG 41, 428A.
[30] Βλ. Μ. Σιώτη, «Ὁ σταυρός ὡς σφραγίς τῶν χριστιανῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμάς (1950) τεῦχος 33 , σσ. 273-274.
[31] Εξ. 17, 11-13.
[32] Αρθ. 21, 4-9.
[33] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί ΙΑ', PG 34, 549 C.
[34] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί ΙΑ΄, PG 34, 552 BC.
[35] Ρωμ. 5,10 και Κολ. 2,14
[36] Ἐφ. 2,16.
[37] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί ΙΑ', PG 34, 552 A:»Παραβάντος γάρ τήν ἐντολήν τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἐπί ὅλα τά τέκνα αὐτοῦ· ἐνίκησεν οὖν νεκρόν σῶμα τόν ζῶντα ὄφιν«.
[38] Ὠριγένους, Εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ΙΒ΄, PG 13, 1005AB και ΙΓ΄, PG 13, 1117 BC.
[39] Βλ. Γ. Φλορόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, (Μτφ. Π. Κ. Πάλλη), Θεσσαλονίκη 1979, σ. 29.
[40] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τούς Ἑβραίους, Ὁμιλία Δ΄, 4, PG 63, 41.
[41] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μελέτη ΛΑ΄, ό.π., σ. 252.
[42] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μελέτη ΛΑ΄, ό.π., σ. 268.
[43] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μελέτη ΛΑ΄, ό.π., σ. 264.
[44] Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, PG 27, 68 Β.
[45] Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη, Ποιμαντική καί Ἐκκλησιολογία, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 299.
[46] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μελέτη ΛΒ΄, ό.π., σ. 275: «ἐσύ ὃταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καί συνεταφιάσθης μαζί μέ τόν Χριστόν εἰς τήν ἁγίαν κολυμβήθραν καί συνανεστήθης μαζί μέ αὐτόν καί ὑπεσχέθης να ζήσῃς μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἳνα ὣσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὓτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4). Λοιπόν, ἐντράπου πώς ἓως τώρα παρέβης τήν ὑπόσχεσιν αὐτήν καί ἒζησες μίαν ζωήν παλαιίν καί διεφθαρμένην καί ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς ἀποφάσισαι νά ἀνακαινίσῃς τήν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὃπου ἒδωκες εἰς τό ἃγιον βάπτισμα καί νά ζήσῃς μίαν ἂλλην καινούργιαν ζωήν».
[47] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί ΙΒ', PG 34, 560 BC.
[48] Ὠριγένους, Εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ΙΒ΄, PG 13, 1037BC.
[49] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ἐπιστολή Μεγάλη καί πάνυ ὠφέλιμος, PG 34, 420 CD: «δεῖ γάρ τούς ὀρθῶς φιλοσοφεῖν ἐγνωκότας καί τάς ψυχάςς ἐκ τῶν τῆς κακίας μολυσμῶν λυτρουμένους, ἀκριβῶς εἰδέναι τόν τῆς φιλοσοφίας σκοπόν, ὅπως μεμαθηκότες τῆς τε πορείας τόν πόνον... τήν τε ἑαυτῶν ψυχήν μετά τοῦ βίου κατά τό πρόσταγμα τῆς γραφῆς ἀρνησάμενοι πρός ἕνα βλέπωσι πλοῦτον, ὅν τῆς εἰς Χριστόν ἀγάπης ἄθλον τοῖς ἀγαπῶσιν ἔθηκεν ὁ θεός... οἷς ἐξαρκεῖ πρς τήν τοῦ τοιούτου πορείαν ἐφόδιον ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὅν δεῖ μετ' εὐφροσύνης καί ἀγαθῆς ἐλπίδος βαστάζοντας ἀκολουθεῖν τῷ σωτήρι θεῷ, νόμον καί ὁδόν τοῦ βίου τήν ἐκείνου ποιούμενοι οἰκονομίαν· καθώς εἶπεν αὐτός ὁ ἀπόστολος· μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ«.
[50] Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 2 PG 150, 557. Νικολάου Καβάσιλα, Ἐρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας, 4, PG 150, 360.
[51] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Μαθήματα Χριστιανικής Ηθικής, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 84.
[52] Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος καί Πολιτεία τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου 47, ΡG 26, 912 Β.
[53] Βλ. Α. Φυτράκη, Μαρτύριον και μοναχικός βίος, Αθήνα 1948, σ. 27.
[54] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Εὐστόχιον, ΡG 50, 601 Β.
[55] Βλ. Α. Φυτράκη, ό.π., σ. 29, Πρβ. Βλ. John Bamberger, Evagrius Ponticus, The Practikos Chapters on Prayer, Michigan 1972, σ. 47.
[56] Λόγος Ἀσκητικός, PG 31, 881 Β.
[57] Λκ. 12,35.
[58] Κολ. 3,5.
[59] Α΄ Κορ. 14,20.
[60] Μτ. 16,24.
[61] Α΄ Κορ. 1, 23-2.