Αφιέρωμα στην Υπαπαντή του Κυρίου
α) Η Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού
(2 Φεβρουαρίου)
«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».
Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «ἐπίγειον τὸ φαινόμενον, οὐράνιον τὸ νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του.
Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. «Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν οἱ βουλόμενοι κατιδεῖν τὸν Υἱὸν αὐτῆς πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον· ὃνπερ οὐρανόθεν οἱ Ἀσώματοι βλέποντες, ἐξεπλήττοντο λέγοντες· Θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα· ὁ τὸν Ἀδὰμ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος· ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πρεσβύτου· ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπεριγράπτως ὑπάρχων τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ Θεότητι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος».
Στο μέγα αυτό μυστήριο -που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («οὐ δοκήσει οὐδὲ φαντασίᾳ· ἀλλ' ἀληθείᾳ τῷ κόσμῳ φανέντα»)- μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό («καὶ ταῦτα Συμεὼν μυσταγωγούμενος, ἐπέγνω τὸν αὐτόν, Θεὸν φανέντα σαρκί»: και μυούμενος σ' αυτά ο Συμεών, γνώρισε βαθιά τον ίδιο, ως Θεό που φάνηκε ως άνθρωπος) και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Ἐκεῖνος μέν, ὁ Μωυςῆς, διὰ γνόφου καὶ φωνῆς ἀμυδρᾶς θεόπτης ἠξίωτο...∙ οὗτος δέ, ὁ Συμεών, τὸν προαιώνιον Λόγον τοῦ Πατρὸς σωματωθέντα ἐβάστασε καὶ τῶν Ἐθνῶν ἀπεκάλυψε τὸ φῶς, τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν Ἀνάστασιν», δηλαδή: Ο Μωυσής αξιώθηκε να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού).
Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι' αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος, καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ Ἱερῷ, κατὰ νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις» (Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες). «Λέγε Συμεών, τίνα φέρων ἐν ἀγκάλαις, ἐν τῷ ναῷ ἀγάλλῃ; Τίνι κράζεις καὶ βοᾶς; Νῦν ἠλευθέρωμαι· εἶδον γὰρ τὸν Σωτήρα μου» (Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου).
Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Δεξάμενος δὲ τοῦτον Συμεὼν ὁ δίκαιος καὶ τῶν δεσμῶν τὴν ἔκβασιν ἰδὼν τελεσθεῖσαν, γηθοσύνως ἐβόα», δηλαδή: ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε -αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας- αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι' αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Ἔχω τὴν ἐπιθυμίαν εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».
Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο, που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ἀδὰμ ἐμφανίσων ἄπειμι, εἰς ᾍδου διατρίβοντι, καὶ τῇ Εὔᾳ προσκομίσων εὐαγγέλια, Συμεὼν ἀνεβόα» (Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο).
Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Άλλωστε, κανένα γεγονός της επί γης παρουσίας του Κυρίου δεν είναι μόνον για μία εποχή ή για έναν μόνον άνθρωπο. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Δεῦτε καὶ ἡμεῖς, ἄσμασιν ἐνθέοις, Χριστῷ συναντηθῶμεν, καὶ δεξώμεθα Αὐτόν, οὗ τὸ σωτήριον ὁ Συμεὼν ἑώρακεν. Οὗτός ἐστιν, ὃν ὁ Δαυῒδ καταγγέλλει, οὗτός ἐστιν, ὁ ἐν προφήταις λαλήσας· ὁ σαρκωθεὶς δι᾿ ἡμᾶς, καὶ νόμῳ φθεγγόμενος. Αὐτὸν προσκυνήσωμεν» (Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».
(Πηγή: π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Ω πανύμνητε Μήτερ!: Πεζό "Θεοτοκάριον", 1η έκδ., Αθήνα, Δομή - Αρχονταρίκι, 2013).
β)Η Υπαπαντή του Χριστού
Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λκ. 2. 29 32)
Tά λόγια του Αγίου Συμεών σημειώνουν το τέλος μιας μακράς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς το Θεό· είχαν περάσει χιλιά δες χρόνια από τότε που ο Αδάμ είχε χύσει το πρώτο του δάκρυ, από τότε που είχε θρηνήσει για πρώτη φορά πάνω στη γη εκείνη στην οποία δεν εύρισκες πια το Θεό ανάμεσα στα πλάσματά Του.
Ολόκληρη η γη, όλο το γένος των ανθρώπων ποθούσε την ημέρα εκείνη που επιτέλους θα συναντούσε για μια ακόμη φορά το Θεό του πρόσωπο με πρόσωπο. Να λοιπόν που η μέρα εκείνη είχε φτάσει: ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα σε μια φάτνη στη Βηθλεέμ· ο Αιώνιος μπήκε μέσα στο χρόνο· ο Απεριχώρητος και Ατελεύτητος υπάχθηκε στους περιορισμούς της κτιστής μας κατάστασης.
Αυτός που είναι η ίδια η αγιότητα μπήκε στον κόσμο της αμαρτίας τη μέρα του βαπτίσματός Του με το να βυθιστεί στα φοβερά νερά του Ιορδάνη μέσα στα οποία οι άνθρωποι είχαν αποπλύνει τα αμαρτήματά τους· βυθίστηκε στα νερά του ποταμού σαν μέσα στα νεκρά νερά της μυθολογίας και των παραμυθιών και βγήκε φορτισμένος με τη νέκρα και τη θνητότητα των ανθρώπων τους οποίους είχε έλθει να σώσει.
Σήμερα θυμόμαστε την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του με το πρώτο πρόσωπο, εκτός από τη Μητέρα Του, το οποίο με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος Τον είχε διαισθανθεί ως Θεό. Η τραγωδία της αποστέρησης του Θεού την οποία βρίσκουμε στην Παλαιά Διαθήκη και τον ειδωλολατρικό κόσμο έχει τελειώσει· ο Κύριος είναι μαζί με το λαό Του· η πληρότητα της Θεότητας κατοικεί πάνω στη γη αυτή.
Μια νέα όμως τραγωδία αρχίζει, η πορεία του Θεανθρώπου προς το Σταυρό. Ο Χριστός γεννήθηκε στη χώρα του θανάτου και με σκοπό Του να πεθάνει. Γεννήθηκε με σκοπό Του να πεθάνει για χάρη μας. Αν προσέξατε τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία διαβάζονται για τη γιορτή αυτή είναι πιθανό να καταλάβατε τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε.
Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο της Εξόδου διαβάζουμε ότι ο Θεός ζήτησε από το Μωυσή την καθιέρωση του κάθε πρωτότοκου αγοριού, την προσφορά του παιδιού σαν μια θυσία σε μνήμη του γεγονότος ότι ο Ισραήλ σώθηκε από τη δουλεία των Αιγυπτίων μέσω του θανάτου όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου.
Η παρουσίαση αυτή του κάθε πρωτότοκου βρέφους στο Ναό δε σήμαινε μια πλήρη αφιέρωση στο Θεό: τα παιδιά αυτά επέστρεφαν στη συνέχεια πίσω στην καθημερινή κοσμική ζωή. Η παρουσία σήμαινε την άφεσή τους στο θέλημα του Θεού, σήμαινε ότι ο Θεός είχε πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου και το γεγονός αυτό αναγνωριζόταν από το ότι οι γονείς πλήρωναν για το παιδί σαν λύτρα ένα αμνό η ένα ζεύγος περιστεριών.
Ο πρωτότοκος ήταν πραγματικά μια αιματηρή θυσία η οποία αναβαλλόταν από αιώνα σε αιώνα μέχρι τη μέρα που οδηγήθηκε στο ναό ο Μονογενής Γιος του Θεού που είχε γίνει Γιος της Παρθένου, ο «υιός του ανθρώπου». Και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η αιματηρή αυτή θυσία έγινε δεκτή από το Θεό παρά το γεγονός ότι το αντικατάστατο της θυσίας είχε προσφερθεί, αυτή τη μοναδική φορά ο Θεός Πατέρας δέχτηκε και τον ίδιο το θάνατο του Βρέφους.
Η θυσία έπρεπε να περιμένει τον καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια από την παρουσίαση του βρέφους μέχρι το θάνατο του ώριμου Ιησού· η θυσία όμως είχε γίνει δεκτή και, όταν ήλθε ο καιρός, το βρέφος που είχε προσφερθεί από την Παρθένο Μαρία πέθανε στο Γολγοθά πάνω σ' ένα σταυρό.
Ενώ ο Άγιος Συμεών διακήρυττε τη λύτρωση του κόσμου από τη μακραίωνη αποξένωσή του από το Θεό έδινε ταυτόχρονα και στη Θεομήτορα τη φοβερή προειδοποίηση ότι μια ρομφαία θα διαπερνούσε και τη δική της την καρδιά, ότι η θυσία που αναστελλόταν για τη στιγμή εκείνη θα φανερωνόταν κάποια μέρα σαν θεϊκή βουλή και θα αποτελούσε ένα τραγικό μονοπάτι για το Χριστό και για εκείνη (Λκ. 2. 34, 35).
Ο Χριστός ακολούθησε πραγματικά το τραγικό αυτό μονοπάτι, το μονοπάτι της ανθρώπινης και της Θείας εγκατάλειψης, την οδό προς τον Κήπο της Γεθσημανή και το θάνατο του Γολγοθά. Ο θάνατός Του ήταν μια καταπάτηση του θανάτου εφ' όσον αναστήθηκε ζωντανός από το μνήμα. Έπειτα αναλήφθηκε με δόξα και μας έδωσε το Άγιό Του Πνεύμα και όμως ούτε και τότε δεν εξαλείφεται το σημείο του σταυρού και η τραγωδία του κόσμου δε φτάνει στο τέλος της.
Ο εγερθείς Χριστός έχει στα χέρια και στα πόδια Του τα σημάδια από τα καρφιά, στην πλευρά την ουλή από τη λόγχη και στο μέτωπό Του τα σημάδια από την κορώνα την οποία Του είχαν φορέσει κοροϊδευτικά, το στεφάνι που αντί να είναι βασιλικό είχε γίνει από αγκάθια.
Γινόμαστε κι εμείς μέτοχοι της σταυρικής αυτής οδού: ο καθένας από μας παρουσιάστηκε στην εκκλησία ύστερα από το Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχές για τις μητέρες μας και για μας και η εκκλησία επικαλέστηκε τον Κύριο, τον Προστάτη των νηπίων που είχε ο ίδιος κρατηθεί στις αγκάλες του Αγ. Συμεών, ζητώντας έλεος και συμπαράσταση.
Αυτό έγινε κατ' εικόνα της παρουσίασης του Χριστού· πριν από αυτό είχαμε βαπτιστεί και το Βάπτισμα σύμφωνα με τον Απ. Παύλο (Ρωμ. 6. 3 11) και την πίστη της Εκκλησίας είναι μια καταβύθιση στο θάνατο του Χριστού ώστε να τον κάνει δικό μας θάνατο, με τον ίδιο τρόπο που η Ανάστασή Του γίνεται δική μας ανάσταση.
Εμείς λοιπόν που έχουμε πεθάνει με το θάνατο του Χριστού και εγερθεί με την Ανάστασή Του οδηγούμαστε στο ναό όπως είχε οδηγηθεί κι Εκείνος, αιώνιοι και εν τούτοις υποκείμενοι στην τραγωδία του χρόνου, ζωντανοί αλλά προορισμένοι για το θάνατο. Ο Χριστός ήταν ζωντανός στην αιώνια θεότητά Του και την αθάνατη ανθρώπινη σάρκα Του, όμως δέχτηκε το θάνατο της σάρκας Του για να κοινωνήσει σε όλα με τη δική μας αμαρτωλή σάρκα. Με παρόμοιο τρόπο ύστερα από τη συνανάστασή μας μαζί Του ο Χριστός μας αποστέλλει - όπως προηγουμένως ο Πατέρας είχε στείλει Εκείνον - στη σφαίρα της αμαρτίας για να σηκώσουμε στα σώματα, τις ψυχές και ολόκληρη την ύπαρξή μας το σταυρό του κόσμου ο οποίος έχει πέσει και εξαγοραστεί αλλά που δεν έχει απολυτρωθεί ακό μα.
Σύμφωνα με τα λόγια του Απ. Παύλου καλούμαστε να ανταναπληρώσουμε στα σώματά μας τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού (Κολ. 1. 24) - κι επειδή είμαστε το Σώμα του Χριστού, επειδή είμαστε ένα μαζί Του, η τραγωδία την οποία ο ερχομός Του απάλειψε από την Παλαιά Διαθήκη και τον κόσμο της αρχαιότητας και η οποία έγινε κατόπιν η δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ' εμάς σε όλους τους αιώνες.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος (1877 1970. Έγινε Πατριάρχης Μόσχας το 1945) είχε πει μια φορά ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού το οποίο, ενώ συνεχώς οι άνθρωποι απορρίπτουν, σταυρώνεται κατά τη διάρκεια των αιώνων για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας, αυτός είναι ο δικός μας ο δρόμος, αυτό είναι το μήνυμα το οποίο μας φέρνει η ένδοξη μα τρομακτική αυτή γιορτή της Υπαπαντής του Κυρίου από το δίκαιο Συμεών.
Πλησιάζουμε στις εβδομάδες εκείνες οι οποίες μας προπαρασκευάζουν για την Τεσσαρακοστή, την Αγία Εβδομάδα και την Ανάσταση· είμαστε ήδη κοινωνοί του Θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού και όμως οφείλουμε ξανά και ξανά να ακολουθήσουμε το μονοπάτι· αυτό της ζωής του Χριστού και της Εκκλησίας και να το κάνουμε τρόπο ζωής μας πάντοτε, έξω από την Εκκλησία, όπου και αν συμβεί να βρεθούμε: είμαστε το σταυρωμένο Σώμα του Χριστού το οποίο προσφέρεται από το Θεό, το οποίο πέρα κι απ' αυτό, καθ' ομοίωση του Χριστού, προσφέρει το ίδιο τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου.
(Πηγή: (†)π.Αντωνίου Bloom, Ημέρα Κυρίου, εκδ. Ακρίτας)